ωτογλυφίδα

ωτογλυφίδα
η / ὠτογλυφίς, -ίδος, ΝΜΑ
λεπτή και μικρή γλυφίδα για τον καθαρισμό τών αφτιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + γλυφίς, -ίδος (πρβλ. οδοντο-γλυφίδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ωτόγλυφον — τὸ, ΜΑ ωτογλυφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + γλυφον (< γλυφός < γλύφω «σκαλίζω»), πρβλ. περί γλυφον] …   Dictionary of Greek

  • Μπενάκειο — Το Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται σε μια οικία που χτίστηκε το 1742 και είναι από τα πιο αξιόλογα ιστορικά κτίρια της Καλαμάτας (Παπάζογλου 6). Το κτίριο δωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον Αντώνιο Μπενάκη, ιδρυτή του ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”